Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024

Κεντρική Ελλάδα

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΓΚΥΡΗ ΚΑΙ ΕΓΚΑΙΡΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Άννα Χίντς: Εξατμίζοντας τον φόβο στην «Αδελφότητα της Καπνιστής Σάουνας»

Με τη γυναικεία φροντίδα και την ιαματική θεραπεία μέσω της επικοινωνίας και έκθεσης, το «έξω καρδιά» ντοκιμαντέρ «Η Αδελφότητα της Καπνιστής Σάουνας», που μόλις κυκλοφόρησε στους ελληνικούς κινηματογράφους, βγάζει «φόρα παρτίδα» τη δύναμη μιας άγνωστης στον δυτικό κόσμο κουλτούρας. Η σαρωτική Αννα Χίντς, στη συνάντηση που είχαμε στο Φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας», μετέτρεψε μια συμβατική συνέντευξη σε προφορικό ιστορικό ντοκουμέντο. Χωρίς τις ερωτήσεις μας [αλλά ίσως με μια μικρή υποστήριξη όπου χρειαστεί], μόνες οι απαντήσεις θα σας οδηγήσουν στα άδυτα της περιπέτειας του καθαρτικού ατμού που καταλήγει μετά την εναέρια ζωή του, σε χημική ένωση [Η2Ο] και πρωτογενή πηγή ζωής και θεραπείας.

«Η ιδέα [για αυτό το ντοκιμαντέρ] είναι πραγματικά ριζωμένη στην παράδοση μου. Μεγάλωσα με τον πολιτισμό των Σάμι. Είναι, μπορείτε να πείτε, μια αυτόχθονη κουλτούρα της Εσθονίας. Και στην περίπτωσή μου ήταν η γιαγιά μου που μου μετέδιδε όλη τη γνώση, την κληρονομιά και τα τραγούδια… Η καπνιστή σάουνα είναι ένας ιερός χώρος όπου οι γυναίκες συνήθιζαν να γεννούν, να πλένουν τους νεκρούς και να θεραπεύονται εδώ και αιώνες. Φτάνει πίσω στους προχριστιανικούς χρόνους. Όταν σκέφτομαι την Καπνιστή σάουνα, θυμάμαι πραγματικά μια συγκεκριμένη στιγμή όταν ήμουν 11 ετών και ο παππούς μου είχε πεθάνει και το σώμα του ήταν στο σπίτι και πήγαμε στην καπνιστή σάουνα μια μέρα πριν την κηδεία με τη γιαγιά, τη θεία και την ανιψιά. Γιατί αυτό είναι που κάνεις σε σημαντικές περιστάσεις. Και είναι εκεί που η γιαγιά αποκάλυψε σε μένα και σε άλλους ότι ο παππούς την είχε προδώσει και ζούσε με μια άλλη γυναίκα για αρκετά χρόνια. Και αυτό έγινε μετά τον πόλεμο. Ήταν δύσκολα, στη Σοβιετική Ένωση… Και εκεί απελευθέρωσε όλα τα συναισθήματα που συνδέονταν με αυτό το γεγονός, μαζί και όλον τον πόνο, τον θυμό και την απογοήτευση».

«Μια συνεδρία καπνιστής σάουνας διαρκεί περίπου 4 ώρες· είσαι μέσα στη ζέστη και βγαίνεις έξω για να αναπνεύσεις. Επιστρέφεις, και ενώ έκανες όλα αυτά, παραμένεις εκεί, χωρίς να κρίνεις, αφήνοντας όλα αυτά τα συναισθήματα να βγουν [στην επιφάνεια]. Μόλις βγήκαμε πράγματι από την καπνιστή σάουνα, ένιωσα ότι η γιαγιά είχε κάνει ειρήνη με τον παππού. Έτσι την επόμενη μέρα μπορέσαμε να τον θάψουμε «εν ειρήνη καρδίας». Και αυτό πραγματικά μετέφερε στο μεδούλι μου και στην ύπαρξή μου αυτή την κατανόηση ότι εκεί, πρώτον, υπάρχει ένας ασφαλής χώρος, όπου απολύτως όλα τα συναισθήματά σου και όλες οι εμπειρίες σου μπορούν να μοιραστούν, να ακουστούν χωρίς να κριθούν. Και όταν δίνεις φωνή […] χωρίς ντροπή, χωρίς να κρατάς μυστικά ή απωθημένα, στην πραγματικότητα υπάρχει τεράστια θεραπευτική δύναμη σε αυτό, σε ενδυναμώνει. Και αυτό το συναίσθημα κουβαλάω σε όλη μου τη ζωή, ώστε να μη φοβάμαι το «άβολο», και να θέλω πραγματικά να συνδεθώ. Και να μη φοβάμαι την ευαλωτότητα, γιατί στην πραγματικότητα η μεγαλύτερη δύναμη είναι το να είσαι ευάλωτη. Αυτό [δεν συνεπάγεται με το να] είσαι αδύναμη. Είναι πολύ θαρραλέο να εκθέτεις τον εαυτό σου. Στη συνέχεια ήθελα να μοιραστώ αυτό το συναίσθημα που έχω από τη ζωή μου με το κοινό… Και πιο συγκεκριμένα, ήταν το 2015… Ήμουν σε ένα βουδιστικό μοναστήρι με τη μητέρα μου στην Ταϊλάνδη. Εκεί προέκυψε το όραμα για την ταινία και ήταν ενδιαφέρον επειδή βρισκόμουν σε σιωπή, [για την ακρίβεια σε] 26 ημέρες σιωπής. Όταν είσαι σιωπηλός, δεν μπορείς να μιλήσεις, αλλά ξαφνικά καταλαβαίνεις πόσες φωνές υπάρχουν μέσα σου. Και τότε αρχίζεις να αναρωτιέσαι, «τι είναι αυτές οι φωνές μέσα μου;», «Πού βρίσκεται η φωνή μου;» «Μιλάω;» «Ζω πραγματικά με τη φωνή μου, ακούγοντας τη;» Και τότε η εμπειρία μου από την καπνιστή σάουνα, συν το να δώσω φωνή σε όλες τις γυναίκες στην αδελφότητα (sisterhood), συναντήθηκαν στο όραμα της ταινίας. Και μου πήρε 7 χρόνια για να την κάνω [πράξη]».

«Ήταν πραγματικά πολλές οι προκλήσεις, από τεχνική άποψη, αλλά και από συναισθηματική. Όταν μιλάω για ταινίες ή για τη δημιουργία τέχνης, δεν είναι μόνο αυτό για το οποίο μιλάμε, ποια είναι τα πράγματα και ποιες είναι οι ιστορίες, αλλά και πώς κάνουμε ταινίες. Και νομίζω ότι η διαδικασία είναι επίσης κάτι που επηρεάζει το αποτέλεσμα. […] για παράδειγμα, με τις [γυμνές κυριολεκτικά και μεταφορικά] γυναίκες, οι άνθρωποι με ρώτησαν πώς επέτρεψαν τέτοια οικειότητα [μπροστά στην κάμερα]… [Αυτό έγινε γιατί] είχα κάποιους κανόνες. Από την αρχή ήμουν πολύ διαφανής, εξηγούσα τι είδους οικειότητα επιδιώκω. Μετά είχα αυτόν τον κανόνα [εξήγησα] ότι δεν θα πείσω κανέναν [για τις προθέσεις μου]. Ήταν σαν να είπα: «Ξέρετε τι είδους πράγματα επιδιώκω». Εν συνεχεία, μόνο όταν η γυναίκα έλεγε «ναι, θέλω να συμμετέχω», προχωρούσαμε στη συνεργασία. Όταν ένιωθα ότι υπάρχει δισταγμός, […] δεν προσπαθούσα να τις πείσω/πιέσω. Επίσης, […] κανονικά θα έπρεπε να μελετήσουμε παρέα ένα συμβόλαιο και μετά [αν συμφωνούσαν] θα το υπογράφανε. Αν συμφωνούσαν, αυτό σημαίνει ότι όλα όσα γυρίζουμε θα ανήκαν στην εταιρεία παραγωγής. Όμως με προβλημάτισε το πώς οι γυναίκες θα μπορούσαν να είναι εκεί, στην καπνιστή σάουνα, και να ανοίγονται, [χωρίς] να σκέφτονται ότι κάποιος θα τις έκρινε για όσα έλεγαν και [φοβόμουν μήπως] οι αληθινές ιστορίες δεν θα έρχονταν στην επιφάνεια».

«Είχα εμπιστοσύνη [σε όλη τη διαδικασία]. Σκέφτηκα ότι πρέπει να είμαστε ευάλωτοι ως παραγωγή, οπότε συμφωνήσαμε ότι μόνο στο post-production, όταν δηλαδή κάνω το μοντάζ, θα δείξω την ταινία σε όσες συνεργάστηκαν, και τότε θα είχαν το δικαίωμα να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν με τη συμμετοχή τους. Αν έλεγαν ναι, τότε θα υπέγραφαν. Αυτό σημαίνει τεράστιο ρίσκο για την παραγωγή, επειδή μπορούν να πουν όχι [και να καταστραφει η ταινία], αλλά επειδή τις συμπεριλάμβανα σε όλη τη διαδικασία, επειδή δεν τις πίεσα αλλά τις άφηνα να μιλήσουν «με τη φωνή τους», κανείς δεν είπε όχι, όλες έλεγαν από καρδιάς «ναι». Έτσι, η ταινία βασίζεται σε μεγάλη εμπιστοσύνη και ευαλωτότητα και από την πλευρά της παραγωγής».

«[Το πιο δύσκολο ήταν] όταν ζήτησα χρήματα για την ταινία, το Εσθονικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την απέρριπτε και έλεγε ότι «αυτό δεν έχει νόημα». «Πας σε ένα μικρό δωμάτιο, δεν φανερώνεις τα πρόσωπα τους. Ξέρεις, πραγματικά δεν έχει νόημα» [μου έλεγαν]. Δεν είχαν ξαναδεί αυτού του είδους την ταινία, και αυτό τους παραξένευε. Για εμένα πάλι αυτό ήταν γελοίο καθώς δεν είχα πρόθεση να κάνω κάτι που έχει ξαναγίνει. Όταν φέτος, η ταινία έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Sundance και πήρα το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας, τότε η κριτική επιτροπή ήρθε υποδεικνύοντας μου πολλές σκηνές για να με συγχαρούν για τις τολμηρές δημιουργικές αποφάσεις μου. Και κυριολεκτικά ήταν τα ίδια σημεία για τα οποία στην αρχή η επιτροπή με απέρριψε. Αυτό προδίδει τη διαδικασία της κινηματογράφησης. Κατά τη διάρκεια των επτά ετών [προετοιμασίας], το πώς να εμπιστεύομαι την εσωτερική μου φωνή, πώς να την εμπιστεύομαι ακόμα και όταν στην αρχή δεν βγάζει νόημα στους άλλους ανθρώπους. Τώρα, όταν μιλάω για τις ιδέες μου και όταν κάποιος λέει ότι «δεν βγάζει νόημα, ότι δεν έχουν ξαναδεί αυτή την ταινία», το εκλαμβάνω ως μεγάλο κομπλιμέντο. Είναι σαν επιβράβευση, σα να μου λένε «πήγαινε παραπέρα»! […]

«Έπρεπελοιπόν να φροντίσω όχι μόνο τον συναισθηματικό χώρο, αλλά να ελέγξω και το σωματικό, ώστε να βεβαιώνομαι ότι κανείς δεν θα λιποθυμούσε. Επειδή η μέση θερμοκρασία ήταν 80 βαθμοί Κελσίου, μερικές φορές και περισσότερο, έπρεπε να είμαστε και ψυχολογικά και τεχνολογικά έτοιμοι. Για παράδειγμα είχαμε γύρω από την κάμερα σακούλες με πάγο, και στη συνέχεια είχαμε έναν φακό που ήταν μέσα στο χώρο και έναν έξω. Θα ήταν αδύνατο να πηγαίνει κάποιος [για γύρισμα] με τον ίδιο φακό από τη ζέστη στο κρύο. Έτσι, ενώ θερμαίναμε την καπνιστή σάουνα, βάζαμε έναν φακό μέσα, στο πάτωμα, και ανά δίωρο αλλάζαμε. Ο Διευθυντής Φωτογραφίας είχε γάντια και βρεγμένα ρούχα γύρω του, γιατί η κάμερα ζεσταίνεται και θα μπορούσε να του προκαλέσει εγκαύματα. Υπήρχε και ένα βρεγμένο πανί που έσταζε συνέχεια στο κεφάλι του. [Στο γύρισμα] πίναμε ασταμάτητα νερό. Και είχαμε επίσης αυτόν τον κανόνα ότι όποιος αισθάνεται ότι πρέπει να βγει έξω, [απλά] βγαίνει έξω. Αλλά ήταν μια πραγματικά μεγάλη πρόκληση».

«Όταν κάναμε [γύρισμα] με την Εσθονική Εθνική Τηλεόραση, ήρθε μια εκπομπή prime time… Ήθελαν να κάνουν μια συνεδρία καπνιστής σάουνας μαζί μου. Έτσι μπήκαμε στην καπνιστή σάουνα και η κάμερά τους δεν άντεξε ούτε 15 δευτερόλεπτα».

«Δεν φοβάμαι τις προκλήσεις. Νιώθω ότι ως καλλιτέχνης και ως δημιουργός, πρέπει να βάζεις τον εαυτό σου σε προκλήσεις και μετά να βρίσκεις δημιουργικούς, αλλά ενσυναισθητικούς τρόπους, για να τις λύνεις».

«Υπάρχουν ορισμένοι σκηνοθέτες που επικεντρώνονται πολύ στη δουλειά με τους ανθρώπους. Είμαι ένα άτομο για το οποίο είναι πολύ σημαντική η οπτική ή η οπτικοακουστική γλώσσα. Αυτός είναι επίσης ένας τρόπος σκηνοθεσίας, ακριβώς, όπως πρέπει. Έτσι, έχω ένα πτυχίο στη Διεύθυνση Φωτογραφίας. Και είμαι επίσης μουσικός και ένας από τους συνθέτες της ταινίας. Και ξέρετε, από τη Σχολή φωτογραφίας, θυμάμαι από το πρώτο μάθημα έναν καθηγητή να έρχεται και να βγάζει τη φωτογραφική μηχανή και να λέει ότι, «ξέρετε, όταν κάποιος έρχεται και λέει ότι η φωτογραφική μηχανή είναι κάτι αντικειμενικό και χωρίς ματιά, δεν είναι αλήθεια, γιατί μια φωτογραφική μηχανή έχει πάντα υποκειμενικότητα». Μια φωτογραφική μηχανή έχει πάντα μια ματιά, οπότε για μένα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο στην αρχή. [Στην ταινία] έχω γυναικείο γυμνό, σώματα γυναικών χωρίς ρούχα. Πώς μπορούσα να δώσω οπτικό αποτέλεσμα ώστε να μην υπάρχει «ανδρικό βλέμμα», να μην υπάρχει σεξουαλικοποίηση; Στο γυμνό της σάουνας δεν έχουμε καμία σεξουαλικοποίηση. Αυτό το γυμνό είναι κάπως έτσι, ότι όταν μπαίνεις εκεί, βγάζεις τόσο τα κυριολεκτικά όσο και τα συναισθηματικά σου ρούχα. Βγάζεις αυτές τις έννοιες που συχνά σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας και μετά μπαίνεις σε αυτό το είδος σκοτεινού κοσμικού δωματίου όπου μπορείς να αναδημιουργείς ή να επαναπροσδιορίζεις τον εαυτό σου ξανά και ξανά. Ήθελα να αποτυπώσω αυτή την εμπειρία. Στη συνέχεια δοκιμάζαμε την οπτική γλώσσα, πριν πάμε να γυρίσουμε, με τον Διευθυντή Φωτογραφίας, [με καμβά] το δικό μου σώμα ώστε να βρούμε άνετους τρόπους [κινηματογράφισης]. […] Παίρνω πάντα ερεθίσματα από αυτό που συμβαίνει. Δεν ξεκινώ με μια παγιωμένη ιδέα από πριν. Σεβάστηκα επίσης το ποιος θέλει να δείξει το πρόσωπό του και ποιος δεν θέλει να το δείξει… Δεν τους επέβαλα το όραμά μου, αλλά δούλευα, έπαιρνα τα ερεθίσματα και στη συνέχεια δούλευα με αυτά δημιουργικά. Επί παραδείγματι, όλο αυτό το οπτικό φως [στην ταινία], είναι κάτι που το παρατήρησα στην καπνιστή σάουνα, όταν ήμουν εκεί. Άρχισα να σκέφτομαι τον Καραβάτζιο και αυτούς τους καταπληκτικούς ζωγράφους. Και ήμουν σαν να έβλεπα τη δική τους δουλειά. Έτσι, το ερώτημα ήταν πώς να το συλλάβω, να το καταγράψω. Έπρεπε να βάλω «το κεφάλι μου στον ντορβά» για να το συλλάβω. Αργότερα, όλοι οι ήχοι γεννήθηκαν από το πραγματικό ηχοτοπίο της καπνιστής σάουνας […] ξέρετε, οι σταγόνες του ιδρώτα, το τρίξιμο του ξύλου, το νερό. Η ταινία επίσης, μιλάει για την εμπειρία του τι σημαίνει να γεννιέσαι σε ένα γυναικείο σώμα και να δίνεις φωνή σε όλα τα σώματα. Όταν σκέφτηκα τη μουσική, μου φάνηκε λογικό ότι με κάποιο τρόπο οι γυναικείες φωνές πρέπει να είναι παρούσες. Έτσι, αυτές οι γυναικείες φωνές γεννιούνται από τις πραγματικές ψαλμωδίες στη σάουνα του καπνού. Εν συνεχεία, [αυτοί οι ήχοι] ανυψώνονται στην τέχνη. Και έχεις δίκιο, για μένα, θέλω αυτά τα στοιχεία. Αυτό μου αρέσει στον κινηματογράφο. Αυτά τα διαφορετικά στοιχεία, το κείμενο, το οπτικό, ο ήχος, όλα μαζί έρχονται και να δημιουργούν κάτι μοναδικό που είναι σαν «1 + 1 ίσον τρία». Ξέρεις, κάτι περισσότερο. Και είμαι πολύ χαρούμενη όταν μπόρεσα να το δω έτσι».

«[Δεν προβληματίστηκα για το] αν πρέπει να συμπεριλάβω κάποια ιστορία [σ.σ. που ίσως είχε ευαίσθητα στοιχεία] […] λόγω της διαδικασίας που περιέγραψα προηγουμένως, ότι όλες ήθελαν να είναι εκεί και δεν έπεισα κανέναν. Έτσι, όλες όσες ήταν εκεί και μοιράστηκαν την ιστορία τους, ήταν έτοιμες γι’ αυτό. Αλλά το δίλημμα, όπου απαιτήθηκε τεράστια ευαισθησία, ήταν στο μοντάζ. Πώς να τα συνθέσουμε όλα μαζί; Γιατί η θλιβερή πραγματικότητα είναι ότι πηγαίνεις σε καπνιστή σάουνα με γυναίκες και όλες έχουν κάποια ιστορία παρενόχλησης ή κάποια δυσάρεστη εμπειρία. Επίσης υπήρχαν αρκετές ιστορίες βιασμού. Οπότε πώς να… Δεν μπορείς να βάλεις 10 ιστορίες βιασμού σε μια ταινία. Ούτε ξέρεις ποιες να διαλέξεις. Και στην τελική, τι έχει νόημα; [Το πρόβλημα μου ήταν] πώς θα πλέξω αυτό το «κινηματογραφικό ρούχο», έτσι ώστε όλα να ενωθούν. Είναι ενεργειακά και συναισθηματικά σε αυτό το είδος του ταξιδιού που μπορείς να κάνεις και να πάρεις αυτή την καινοτόμο εμπειρία από την σάουνα καπνού. Επειδή η διαδικασία ήταν ηθική και συμπονετική, δεν ήταν καίριο ζήτημα το αν θα «κλέψω» μια ιστορία, γιατί όλα γεννήθηκαν από την επιθυμία της συμμετοχής. Επίσης δεν ήξερα τις ιστορίες από πριν, και το θεωρώ πολύ σημαντικό. Είχα τον κανόνα ότι στο πλατό δεν μιλάμε [πριν το γύρισμα] για το τι θα συζητήσουμε στη σάουνα καπνού. Οπότε κάθε φορά ήταν πρωτόγνωρες οι ιστορίες που θα προέκυπταν. Και επίσης, επειδή έδειξα το καδράρισμα των πλάνων στις συμμετέχουσες γυναίκες, ήταν αυτές που μου έλεγαν αν είναι εντάξει με τα κάδρα ή όχι. Καμία δε διαφώνησε, οπότε τις συμπεριέλαβα.»

«Υποστηρίζω πως οι άνθρωποι δεν πρέπει να φοβούνται τα άβολα συναισθήματα. Είναι μέρος της εμπειρίας από τη σάουνα καπνού. Όπως συνήθιζε να λέει η γιαγιά μου, «όταν καταπιέζουμε τη ντροπή μας, καταπιέζουμε το θυμό ή τον πόνο μας, αρχίζουν να αναπτύσσονται σε τέρατα. Και αρχίζουν να δημιουργούν βίαιες συμπεριφορές προς εμάς ή προς τους άλλους». Πώς λοιπόν να δημιουργηθεί η δυνατότητα για ασφαλή χώρο […] αν υπάρχουν σκοτεινές γωνιές; Έπρεπε να φωτιστούν όλα και να μη φοβόμαστε. Αυτό ήταν το μήνυμα. Έτσι, δεν φοβάμαι να μιλήσω για ντροπή ή πόνο, γιατί όταν τα μοιραζόμαστε, και όταν κάναμε αυτή τη συνεδρία στην καπνιστή σάουνα, μόλις βγαίναμε από εκεί, υπήρχε πάντα ένα ενδυναμωτικό θετικό συναίσθημα. Είναι σαν να υπάρχει το στοιχείο του νερού στην ταινία. Και είναι πολύ, πολύ σημαντικό. Και επίσης αυτό δίνει ευκαιρία και στη διαδικασία επούλωσης μέσω της σκέψης. Το νερό [υπάρχει] μέσα μας και μερικές φορές, όταν έχουμε αυτά τα τραύματα, είναι σαν να υπάρχει παγωμένο νερό μέσα μας. Αλλά όταν σκέφτεστε το νερό, το νερό έχει την ικανότητα να παίρνει διαφορετικές μορφές και ακόμη και το πιο παγωμένο νερό, ο πάγος, μπορεί μέσα από το λιώσιμο να αρχίσει να ρέει ξανά. Αυτή λοιπόν ήταν μια μεταφορά που μου έλεγε πάντα η γιαγιά μου. Ότι «δεν πρέπει να φοβόμαστε να κοιτάξουμε μέσα σε αυτά τα παγωμένα νερά και πώς να τους δώσουμε ζεστασιά, ώστε να αρχίσουν να ρέουν ξανά». Γιατί ζωή σημαίνει κίνηση και έτσι δεν πρέπει να το φοβόμαστε αυτό. Να μη φοβόμαστε να κόψουμε τον πάγο ή να λιώσουμε τον πάγο.

«Η ταινία ταξίδεψε [σε πολλά φεστιβάλ] και έχει πολλές [διαφορετικές] αντιδράσεις. Μπορώ να μοιραστώ αρκετές και μετά μπορείτε να διαλέξετε και να σκεφτείτε τι είναι παράξενο και τι όχι. Υπάρχει μια γυναίκα με καταγωγή από την Ιαπωνία, η οποία έχει δει την ταινία έξι φορές και μου έγραψε ότι επειδή στην κουλτούρα της δεν υπάρχει η παράδοση να είναι κανείς ευάλωτος με άλλους και συναισθηματικά τόσο κοντά, οπότε χρησιμοποιεί αυτή τη δυνατότητα, πάει ξανά και ξανά στην ταινία, για να επεξεργαστεί τα δικά της ζητήματα. Είναι σα να πηγαίνει η ίδια σε σάουνα του καπνού. Υπήρχε μια γυναίκα 65-70 ετών που μου είπε ότι αφού είδε την ταινία, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σε όλη της τη ζωή σε πόλεμο με το σώμα της. Και τότε προσέλαβε μια νέα φωτογράφο ώστε να της κάνει γυμνές φωτογραφίες και επιτέλους να τελειώσει αυτός ο πόλεμος με τον εαυτό της και να τον αγκαλιάσει όπως είναι, στην ηλικία που είναι. Υπήρχαν επίσης πολλές αντιδράσεις και από άνδρες. Στην Εσθονία, οι άνδρες επικοινώνησαν μαζί μου και μου είπαν, ότι όταν πηγαίνουν και αυτοί στη σάουνα λένε «μ…κιες», αντί για τα πράγματα που έχουν ουσία. Και μετά μου πρότειναν να κάνω μια ταινία για την «αδελφότητα των ανδρών της Καπνιστής σάουνας». Τους είπα ότι για να γίνει αυτό, πρώτα πρέπει να ξεκινήσουν την αδελφότητα. «Πηγαίνετε εκεί και γίνετε οι πρώτοι». Πρέπει και αυτοί να ανοίγονται γιατί πάντα λέω ότι το πρόβλημα βρίσκεται στην πατριαρχική νοοτροπία, -και αυτό ξεπερνάει τα φύλα-. Όλοι υποφέρουμε εξαιτίας αυτού. Οι άνδρες υποφέρουν από αυτή την πίεση. Πρέπει «Να είναι δυνατοί», «να μην δείχνουν αδυναμία». Αυτό δεν αλλάζει σε στιγμή. [πρέπει επίσης να μάθουν πως], η ευαλωτότητα δεν είναι αδυναμία. Στο Χονγκ Κονγκ, για παράδειγμα, η ταινία δεν θα μπορούσε ποτέ να βγει στους κινηματογράφους, επειδή αυτό που κάνουν με το γυμνό είναι ότι δεν το θολώνουν απλώς, αλλά προσθέτουν ρούχα με photoshop! Οπότε αυτό ήταν πολύ ενδιαφέρον σε όλες τις διαφορετικές κουλτούρες για να καταλάβουμε ποια είναι η σχέση με το γυμνό, πόσο δηλαδή το φοβούνται. Στο Ηνωμένο Βασίλειο έμεινα έκπληκτη που τόσοι πολλοί από το ακροατήριο είπαν ότι δεν είχαν δει ποτέ γυμνές τις μητέρες ή τους πατέρες τους. Δεν έχουν βρεθεί γυμνοί μαζί σαν οικογένεια. Και για εμάς τους Εσθονούς, ακούγεται τόσο παράξενο γιατί η φυσική γύμνια είναι πολύ φυσιολογική. Δεν είναι κάτι σεξουαλικό. Πηγαίνουμε στη σάουνα και με την οικογένειά μας ή με φίλους. Και μια φορά στην Πολωνία ένας άντρας στάθηκε στην ουρά για να μου μιλήσει και περίμενε δύο ώρες, επειδή η ουρά ήταν πολύ μεγάλη. Περίμενε εκεί και μετά ήταν τόσο θυμωμένος. Και έλεγε: «Είμαι τόσο θυμωμένος, είμαι τόσο θυμωμένος». Όταν ξεκίνησα να τον ακούω, άρχισε να ανοίγεται και να μιλάει για τα προβλήματά του. Έτσι κατέληξε να μου μιλάει για μια ώρα. Αυτός ο θυμωμένος άνθρωπος που ήθελε να πει ότι αυτό είναι φρικτό, ότι, αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να συζητιούνται. Και μετά άρχισε να μιλάει για πράγματα [προσωπικά]. Στο τέλος κατέληξε να κλαίει στην αγκαλιά μου για 20 λεπτά. Και πολλοί άνθρωποι που έχουν δάκρυα, ζητούν συγγνώμη για τα δάκρυά τους, και τότε πάντα τους λέω ότι «μπορούμε σε παρακαλώ να σταματήσουμε να ζητάμε συγγνώμη για τα δάκρυά μας; Καλύτερα να τα αφήσουμε να τρέξουν. Είναι καλό, τα πράγματα βγαίνουν προς τα έξω. Αφήστε τα να βγουν με νερό. Τότε είμαστε πιο ελεύθεροι. Είμαστε πιο ανάλαφροι».

«Ανακαλώ και άλλες δυνατές αντιδράσεις… Υπήρχε ένα νεαρό κορίτσι στην Πολωνία, το οποίο μετά την ταινία μου εξομολογήθηκε. Και είπε ότι ήμουν ο πρώτος άνθρωπος στον οποίον αποκάλυψε ότι βιάστηκε. Και πήρε δύναμη για να το αντιμετωπίσει αυτό. Και μετά, ξέρετε, φρόντισα να βεβαιωθώ ότι θα δει ψυχολόγο και θα αρχίσει να μιλάει, να το αντιμετωπίζει. [Κάποια άλλη στιγμή] μια ηλικιωμένη ήρθε και μου είπε «έχεις δίκιο, η ταινία δεν σεξουαλικοποιεί καθόλου τα σώματα, γιατί αυτά τα σώματα είναι τόσο άσχημα». Και τότε απάντησα ότι όταν σκεφτόμαστε έτσι είναι σαν να κρίνουμε και αυτό δεν έχει καμία σχέση με την κρίση. Στη συνέχεια μίλησα περισσότερο μαζί της. Ήταν μια ηλικιωμένη κυρία και τότε κατάλαβα ότι αυτό είναι το βλέμμα και το μίσος που είχε εισπράξει απέναντι στο δικό της σώμα σε όλη της τη ζωή. Έχω δει πολλούς ανθρώπους που βρίσκονται σε πόλεμο με τον εαυτό τους. Και βλέπω επίσης τόσο πολύ αυτή την ανάγκη για τέτοιου είδους ασφαλείς χώρους. Η ανάγκη είναι τόσο μεγάλη. Και πάρα πολλοί άνθρωποι δεν το έχουν αυτό καθόλου. Έτσι βιώνουν αυτό το είδος της ευαλωτότητας και της εγγύτητας με άλλους ανθρώπους ή με τον εαυτό τους για πρώτη φορά. Είναι πολύ όμορφο στην πραγματικότητα. Ακόμα και στην Εσθονία είναι τόσο ωραίο που και οι άνδρες άρχισαν αμέσως να λένε [σε φίλους τους] «παρακαλώ πηγαίνετε να δείτε την ταινία», «Έι, παιδιά, πρέπει να πάτε να δείτε την ταινία». Επίσης λένε, δεν έχουν δει ποτέ το γυναικείο σώμα με αυτόν τον τρόπο. Θα πρέπει λοιπόν και οι άντρες να δουν την ταινία. Και την είδαν πολλοί διαφορετικοί άνδρες από διαφορετικές περιοχές, επίσης βαθιά θρησκευόμενοι, και ήμουν τόσο χαρούμενη που το άκουσα αυτό».

Μετάφραση Συνέντευξης: Δάφνη Σκαλιώνη

www.ertnews.gr

Διαβάστε περισσότερα… Read More