Τετάρτη, 1 Μαΐου, 2024

Κεντρική Ελλάδα

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΓΚΥΡΗ ΚΑΙ ΕΓΚΑΙΡΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Γλωσσάρι όρων σεξουαλικής ταυτότητας [ Μέρος 1ο ]

Οι όροι σεξουαλικής ταυτότητας είναι λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την ανθρώπινη σεξουαλικότητα και προσανατολισμό (γκέι, λεσβία, αμφισεξουαλικός,-ή, ετεροφυλόφιλος,-η κ.λπ.). Αυτοί οι όροι δεν συνδέονται με την ταυτότητα φύλου και ίσως διαφέρουν ανάλογα με το άτομο ή την κουλτούρα. Επιπλέον, η ορολογία
αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου και θα συνεχίσει να εξελίσσεται στο μέλλον.

Άρθρο της Αρλίν Κάντσικ/ Απόδοση Έφη Ζέρβα

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε και να χρησιμοποιούμε τη σωστή ορολογία όταν αναφερόμαστε στη σεξουαλική
ταυτότητα και σεξουαλικό προσανατολισμό κάποιου ατόμου, ώστε να είμαστε σύμμαχοι και να ενδυναμώνουμε άτομα που
στο παρελθόν ίσως είχαν αντιμετωπίσει προκατάληψη και δυσκολίες λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού τους.

Η χρήση των σωστών λέξεων αποτελεί επιβεβαίωση, ενώ η χρήση λανθασμένης ορολογίας μπορεί να αποδυναμώνει. Εάν
δεν είστε σίγουροι, καλύτερα να ρωτάτε το άτομο ποια ορολογία προτιμάει να χρησιμοποιείτε.

Ακολουθεί γλωσσάρι όρων που είναι σχετικοί με τη σεξουαλική ταυτότητα. Σημασία έχει πως αυτή η λίστα θα συνεχίσει να εξελίσσεται, οπότε, εάν σας ενδιαφέρει, μπορείτε να ενημερώνεστε για τις όποιες αλλαγές και τη σύγχρονη χρήση των όρων.

Αλλοφυλόφιλοι (Allosexual): Το άτομο που έλκεται σεξουαλικά από άλλα άτομα.

Αλλοφυλοφιλία (Allosexism): Η θέση πως οι άνθρωποι στην κοινωνία βιώνουν ή πρέπει να βιώνουν σεξουαλική έλξη. Αυτό
ευνοεί εκείνους που νιώθουν έλξη και οδηγεί σε προκαταλήψεις έναντι των ασεξουαλικών.

Ανδροσεξουαλικό (Androsexual/Androphillic): Το άτομο που έλκεται από την αρρενωπότητα, από άτομα που
προσδιορίζονται ως άντρες, ανεξάρτητα από το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση.

Αμφι-περίεργος  (Bicurious): Το άτομο που είναι περίεργο και διερευνά την έλξη του για άτομα του ίδιου φύλου, αλλά δεν αυτοπροσδιορίζεται απαραιτήτως ως αμφιφυλόφιλο.

Αμφι-φοβία (Biphobia): Φόβος, μισαλλοδοξία, δυσφορία, στίγμα ή μίσος προς άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως αμφιφυλόφιλα. Αυτές οι συμπεριφορές γενικά βασίζονται σε στερεότυπα για τα αμφιφυλόφιλα άτομα, όπως η υποτιθέμενη ανικανότητα τους να είναι μονογαμικά.

Αμφι-ρομαντικός (Biromantic): το άτομο που αισθάνεται ρομαντική ή συναισθηματική σύνδεση με ένα ή περισσότερα φύλα, ανεξάρτητα από το αν νιώθει σεξουαλική έλξη.

Αμφιφυλόφιλο (Bisexual): Το άτομο που αισθάνεται σεξουαλική έλξη για δύο ή περισσότερα φύλα.

Αρομαντικό (Aromantic): Το άτομο που δεν νιώθει ρομαντική έλξη ή ενδιαφέρον για συναισθηματικές σχέσεις με οποιοδήποτε φύλο.

ΑΣΑ (στα αγγλικά MSM: men who have sex with men): Ο άντρας που κάνει σεξ με άντρες, ανεξάρτητα από το αν είναι ετεροφυλόφιλος, αμφιφυλόφιλος ή γκέι. Αυτός ο όρος γενικά χρησιμοποιείται για άντρες που δεν αυτοπροσδιορίζονται ως γκέι, αλλά έχουν σχέσεις με άλλους άντρες σε συγκεκριμένες περιστάσεις.

Ασέξουαλ (Asexual): αναφέρεται σε άτομο που δεν νιώθει σεξουαλική έλξη για κανένα φύλο, αλλά ίσως ενδιαφέρεται για συναισθηματική σχέση.

Αυτορομαντικός (Autoromantic): Το άτομο που έλκεται συναισθηματικά από τον εαυτό του.

Αυτοσεξουαλικό  (Autosexual): Το άτομο που έλκεται σεξουαλικά από τον εαυτό του. Αυτά τα άτομα μπορούν να κάνουν σχέσεις, αλλά προτιμούν το σεξ με τον εαυτό τους.

Γκέι (Gay): Το άτομο που έχει σεξουαλικό προσανατολισμό ή συναισθηματική έλξη προς άτομα του ιδίου φύλου. Ο όρος συνήθως αναφέρεται σε άντρες που έλκονται από άντρες, αλλά χρησιμοποιείται και για αλλά φύλα.

Γκρίζα σεξουαλικότητα: Τα άτομα που βρίσκονται σε γκρίζα περιοχή του φάσματος της σεξουαλικότητα και δεν αυτοπροσδιορίζονται ως σεξουαλικά ή ασεξουαλικά.

Γκρίζορομαντικός (Grayromantic): Το άτομο που βρίσκεται στην γκρίζα περιοχή του φάσματος της ρομαντικής σύνδεσης και δεν αυτοπροσδιορίζεται ως ρομαντικό ή α-ρομαντικό.

ΓΣΓ (Γυναίκες που κάνουν σεξ με γυναίκες, WSW): Όρος που μπορεί να αναφέρεται σε λεσβίες, αμφιφυλόφιλες γυναίκες και ετεροφυλόφιλες γυναίκες. Δεν αυτοπροσδιορίζονται όλες οι γυναίκες που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία ως αμφιφυλόφιλες ή λεσβίες.

Εσωτερικευμένη ομοφοβία (Internalized homophobia): Όταν κάποιος νιώθει μίσος για τον εαυτό του, εξαιτίας του φόβου και της κριτικής για τον σεξουαλικό του προσδιορισμό,  που πηγάζει από ομοφοβία που έχει εσωτερικευτεί.

Ετεροευελιξία: Άτομα που είναι κατά κύριο λόγο ετεροφυλόφιλα, αλλά ίσως ενδιαφέρονται για σχέσεις με άτομα του ίδιου φύλου.

Ετεροκανονικότητα  (Heteronormativity): Η πίστη ατόμων ή θεσμών πως η ετεροφυλοφιλία είναι ο φυσιολογικός/προεπιλεγμένος τρόπος αυτοπροσδιορισμού και πως η ετεροφυλοφιλία είναι ανώτερη από άλλα είδη σεξουαλικότητας. Η ετεροκανονικότητα μπορεί να δημιουργήσει κοινωνικές, πολιτισμικές, πολιτικές και οικονομικές ιδεολογίες και μπορεί να βλάψει τον τρόπο ζωής των μελών της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.

Ετεροφυλόφιλος: Το άτομο που έχει σεξουαλικό προσανατολισμό ή νιώθει συναισθηματική έλξη για άτομα του αντίθετου φύλου (στρέιτ).

Κουίρ (Queer): Παραδοσιακά αυτός ο όρος χρησιμοποιούνταν μειωτικά για να αναφερθούν στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. Πλέον χρησιμοποιείται με θετικό τρόπο από άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοια, όταν προτιμούν να μην χρησιμοποιούν όρους που αφορούν σεξουαλικότητα ή φύλο, όπως λεσβία ή γκέι.

Λεσβία: Θηλυκό άτομο ή άτομο που αυτοπροσδιορίζεται ως θηλυκό με σεξουαλικό προσανατολισμό ή έλξη προς άλλες γυναίκες ή άτομα με την ίδια έκφραση φύλου. Μη δυϊκά άτομα μπορούν επίσης να αυτοπροσδιοριστούν με αυτόν τον τρόπο. Κάποιες λεσβίες μπορεί να αυτοπροσδιορίζονται και ως γκέι ή κουίρ.

ΛΟΑΤΚΙ+ (LGBTQ+): Λεσβίες, Ομοφυλόφιλα, Αμφιφυλόφιλας, Τρανς, Queer και Ίντερσεξ άτομα.

LGBTTTIQ: Ακρωνύμιο που αναφέρεται σε άτομα lesbian (λεσβίες), gay (γκέι), bisexual (αμφιφυλόφιλα), transsexual (τρανσέξουαλ), transgender (διεμφυλικά), two-spirit (άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως έχοντα και αρσενικό και θηλυκό πνεύμα), intersex (διαφυλικά) και queer (κουίρ). 

LGBTQIA: Ακρωνύμιο που αναφέρεται σε lesbian (λεσβίες), gay (γκέι), bisexual (αμφιφυλόφιλο), transgender (διεμφυλικό), queer (κουίρ).  intersex (διαφυλικό)  και asexual ασεξουαλικό.

Μπουτs (Butch): όρος που χρησιμοποιείται για γυναίκα που συμπεριφέρεται με τρόπο αρρενωπό ή έχει εμφάνιση αρρενωπή ή παίζει τον κυρίαρχο ρόλο σε μια σχέση. Αυτός ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τρόπο μειωτικό για λεσβίες. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως προσδιοριστικό για κάποια άτομα, εφόσον αυτοπροσδιορίζονται έτσι.

Ντεμιρομαντικό (Demiromantic): Το άτομο που αισθάνεται ρομαντικά συναισθήματα αφότου δημιουργηθεί ισχυρός συναισθηματικός δεσμός με ένα πρόσωπο.

Ντεμισέξουαλ (Demisexual): Το άτομο που δεν νιώθει εγγενώς σεξουαλική έλξη, αλλά μπορεί να την αναπτύξει με το πέρασμα του χρόνου, μέσα από μια δυνατή συναισθηματική σύνδεση με κάποιο πρόσωπο.

Οικογένειας επιλογής (Family of choice): Μια επιλεγμένη ομάδα που προσφέρουν την υποστήριξη που ίσως δεν υπάρχει από την πλευρά της οικογένειας καταγωγής.

Οικογένεια καταγωγής (Family of origin): Η βιολογική οικογένεια ενός ατόμου ή εκείνη που το ανέθρεψε. 

Ομοφοβία (Homophobia): Φόβος, προκατάληψη, θυμός ή αρνητική στάση με στόχο άτομα που είναι γκέι ή λεσβίες – αντιδράσεις που μπορεί να πάρουν ακόμα και ακραία μορφή.

Ομοφυλόφιλος: Αναφέρεται σε άτομο με σεξουαλικό προσανατολισμό προς άτομα του ιδίου φύλου. Πρόκειται για κάπως ξεπερασμένο όρο και τα περισσότερα άτομα προτιμούν τον όρο γκέι ή λεσβία.

Ρέουσα σεξουαλικότητα (Fluid): Η αντίληψη πως η σεξουαλικότητα και ο σεξουαλικός προσανατολισμός μπορεί να αλλάξουν με το πέρασμα του χρόνου και ότι εξαρτώνται από συνθήκες.

«Στην ντουλάπα» (Closeted): Η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο δεν αποδέχεται τον σεξουαλικό του προσανατολισμό ή επιλέγει να τον κρατάει μυστικό από φόβο απόρριψης ή κριτικής.

«Έξοδος από την ντουλάπα» (Coming out): Η συναισθηματικά δύσκολη διαδικασία αποκάλυψης και παραδοχής του σεξουαλικού προσανατολισμού σε φίλους, οικογένεια, συναδέλφους κ.λπ.

«Έξω από την ντουλάπα»: η διαρκής διαδικασία του να είναι κάποιος ανοιχτός σχετικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό με τους άλλους.

Η λίστα δεν είναι πλήρης και η ορολογία αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τις αλλαγές στους όρους, αλλά ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλίσουμε πως χρησιμοποιούμε συμπεριληπτική γλώσσα είναι να ακούμε και να ρωτάμε κάποιον πώς αυτοπροσδιορίζεται.

Όταν έχετε αμφιβολίες, μην κάνετε υποθέσεις βάσει της δικής σας άποψης, ειδικά αν έχετε εμπειρία προνομίων λόγω ετεροφυλοφιλίας.

Μπορεί να μην κατανοείτε την ανάγκη να είμαστε προσεκτικοί με τις λέξεις που χρησιμοποιούμε, αλλά εκείνοι που έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με διακρίσεις ή προκαταλήψεις, θα εκτιμήσουν την προσπάθειά σας να κατανοήσετε τα πράγματα από τη δική τους οπτική.

Καθώς η ορολογία εξελίσσεται, ίσως δείτε ότι προτιμούν πλέον να χρησιμοποιείτε άλλους όρους. Αντί να νιώσετε σύγχυση από αυτό το αίτημα, αναγνωρίστε πως δεν μπορείτε να κατανοήσετε πώς είναι να βρίσκεστε στη θέση τους και κάντε ό,τι μπορείτε για να είστε σύμμαχος και υποστηρικτής τους.

www.ertnews.gr

Διαβάστε περισσότερα… Read More