Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024

Κεντρική Ελλάδα

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΓΚΥΡΗ ΚΑΙ ΕΓΚΑΙΡΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

ΗΠΑ – Κίνα: Επί του παρόντος συνεννόηση εξ ανάγκης και με «βαριά καρδιά»

Η συγκυρία, η σημασία και τα αποτελέσματα της συνάντησης του Αμερικανού Προέδρου Τζο Μπάιντεν με τον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ, που πραγματοποιήθηκε τις προηγούμενες ημέρες στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC) στο Σαν Φρανσίσκο, ήταν το θέμα που εξετάζεται στην εκπομπή του Πολυδεύκη Παπαδόπουλου «Με το Πρώτο στην Ευρώπη και τον Κόσμο» (Α ’Πρόγραμμα, Σάββατα και Κυριακές 12.00-13.00) . Προσκεκλημένος είναι ο Πλάμεν Τόντσεφ, επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)   

Πλάμεν Τόντσεφ

Η Συγκυρία της συνάντησης 

Πριν τη συνάντηση υπήρξαν ενδείξεις ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Κίνα επιδιώκουν μια χαλάρωση της αντιπαράθεσης μεταξύ τους, η κάθε μια για τους δικούς της λόγους. Οι εμφανέστεροι είναι πως  η αμερικανική πλευρά δεν μπορεί να συγκρούεται με την Κίνα και να έχει ταυτόχρονα ανοικτές τις  κρίσεις της Ουκρανίας και τώρα και της Γάζας/Μ.Ανατολής. Η δε Κίνα συναντά δυσκολίες με την οικονομική ανάκαμψη της μετά την εγκατάλειψη της πολιτικής zero-Covid στο τέλος του 2022 και μέρος αυτού του προβλήματος είναι η μείωση των ξένων επενδύσεων από ΗΠΑ ή δυτικές δυνάμεις που επηρεάζονται από την Ουάσιγκτον.  

 Τα αποτελέσματα της συνάντησης βάση της ρητορικής των δηλώσεων  

«Δεν μπορεί ο ένας να αλλάξει το μοντέλο του άλλου, αλλά ο πλανήτης είναι μεγάλος για να χωρά και τους δύο. Οι δύο χώρες μπορούν να αρθούν των διαφορών τους» δήλωσε ο Μπάιντεν. “Η Κίνα δεν θέλει ούτε θερμό ούτε ψυχρό πόλεμο- Δεν στοιχηματίζουμε κατά των ΗΠΑ» απάντησε ο Κινέζος πρόεδρος από την πλευρά του. Από την άλλη,  ο Αμερικανός πρόεδρος αποκάλεσε ξανά τον Σι Τζινπίνγκ ‘δικτάτορα’ με την έννοια ότι “κυβερνά μια κομμουνιστική χώρα, όπου η μορφή διακυβέρνησης είναι εντελώς διαφορετική από των ΗΠΑ», ο δε Κινέζος Πρόεδρος προτίμησε να μην απαντήσει καθόλου όταν ρωτήθηκε αν μπορεί να εμπιστεύεται τον Μπάιντεν… 

Τα αποτελέσματα βάση του «δια ταύτα».  

Όταν δεν έχεις κάτι καλύτερο ή συγκεκριμένο να πεις, τότε λες πως είχαμε μια επικοδομητική και ειλικρινή συζήτηση, όπου έγιναν σαφείς οι θέσεις του καθενός, χωρίς μεσολαβήσεις, παρανοήσεις κλπ. «Είμαστε σε μια ανταγωνιστική σχέση, Κίνα και Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε ο Μπάιντεν μετά την συνάντηση. «Αλλά η ευθύνη μου είναι να το κάνω αυτό λογικό και διαχειρίσιμο, ώστε να μην οδηγήσει σε σύγκρουση. Αυτό είναι το ζητούμενο». Από την πλευρά του, ο Σι προσπάθησε να περιορίσει τις ανησυχίες ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα βρίσκονται σε μια πορεία προς στρατιωτική σύγκρουση, λέγοντας ότι η Κίνα δεν θα κάνει ούτε θερμό ούτε ψυχρό πόλεμο σε οποιαδήποτε χώρα» Ωστόσο, τα επίμαχα σημεία για τις δύο πλευρές ήταν τα θέματα της  Ταϊβάν, της χρήσης/απελευθέρωσης της  τεχνολογίας (από τους ημιαγωγούς, την τεχνητή νοημοσύνη μέχρι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα), η επιρροή των μεν και των δε στη θάλασσα της Ν. Κίνας, η αντιμετώπιση της Ρωσίας και τώρα η διαχείριση της κατάστασης στη Μ.Ανατολή, μετά την κρίση της Γάζας. Επ’ αυτών δεν ειπώθηκε ή δεν ανακοινώθηκε κάτι συγκεκριμένο, εκτός από την επανάληψη των επαφών και της επικοινωνίας διπλωματικών και στρατιωτικών οργάνων των δύο πλευρών, που βεβαίως είναι χρήσιμη. Πάντως, το μόνο απτό ήταν πως οι δύο πλευρές  συμφώνησαν να συνεργαστούν για την κλιματική αλλαγή και την ανάπτυξη των ΑΠΕ, αρχής γενομένης από τη Σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών COP 28 σε λίγες ημέρες στο Ντουμπάι.   

Τα όρια μιας “απεμπλοκής” των δύο πλευρών  

Είναι χαρακτηριστικό ότι εκτός από τις συνομιλίες με τον Πρόεδρο Μπάιντεν, ο Πρόεδρος Σι είχε ξανά συνάντηση με στελέχη αμερικανικών πολυεθνικών και κολοσσών της υψηλής τεχνολογίας, τα οποία άλλωστε τον επισκέπτονται κατά μόνας -πέραν των διακρατικών σχέσεων- συχνά στο Πεκίνο και στα οποία επιφυλάσσει σχεδόν υποδοχή αρχηγών κρατών. Ετσι δεν είναι τυχαίο πως βρήκε σ ’αυτά τα στελέχη να κάνει ένα από τα πιο ξεκάθαρα σχόλιά του, διακηρύσσοντας την επιθυμία για ειρηνικούς δεσμούς μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, καθώς και το ότι η Κίνα δεν θα ξεκινήσει ένοπλη σύγκρουση με καμιά χώρα. Συμπλήρωσε δε ότι  η Κίνα έχει επωφεληθεί από την παγκόσμια τάξη στην οποία κυριαρχούν οι Ηνωμένες Πολιτείες και υπογράμμισε πως οι καλές σχέσεις με την Ουάσινγκτον είναι ζωτικής σημασίας για τις δύο χώρες.  

Όλα αυτά ήρθαν να υπενθυμίσουν, πως ανεξάρτητα από τον ανταγωνισμό, την καχυποψία των δύο πλευρών και τη διάθεση οικονομικής απεμπλοκής –ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ- τo κόστος ενός «διαζυγίου» Δύσης – Κίνας θα ήταν υψηλότατο. Τα αντίστοιχα αγαθά που εισάγονται στις ΗΠΑ και την Ευρώπη από άλλες χώρες είναι πιο ακριβά (π.χ. 10% περισσότερο στην περίπτωση του Βιετνάμ και 3% περισσότερο από το Μεξικό). Επίσης, αν και οι μισθοί έχουν αυξηθεί στην Κίνα, καμία άλλη χώρα δεν διαθέτει το βάθος και το εύρος της παραγωγικής ικανότητας της για αγαθά που χρειάζεται η Δύση. Από την άλλη, το 2018 το 22% των εισαγωγών των ΗΠΑ προερχόταν από την Κίνα, αλλά το ποσοστό αυτό συρρικνώθηκε σταδιακά, για να φτάσει φέτος στο 14%,  η δε κινεζική οικονομία χάνει μεγάλο μέρος από τις άμεσες ξένες επενδύσεις που εισέρρεαν μαζικά στα ταμεία της, με το 30% των αμερικανικών επιχειρήσεων να έχουν ήδη διακόψει ή μειώσει τις δραστηριότητές τους σ ’αυτήν. Τέλος σε ό,τι αφορά τη διεθνή οικονομία, σύμφωνα με το ΔΝΤ ο αντίκτυπος μιας ευρείας αποσύνδεσης των οικονομιών της Δύσης από την Κίνα θα αντιστοιχούσε στο  7% του παγκόσμιου ΑΕΠ.  

www.ertnews.gr

Διαβάστε περισσότερα… Read More